- αφηγητής
- αφηγητής, ο θηλ. -ήτρια αυτός που αφηγείται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφηγητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek
ἀφηγηταί — ἀφηγητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγητῇ — ἀφηγητής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
ανιστορητής — ο [ανιστορώ] αφηγητής, αυτός που διηγείται … Dictionary of Greek
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek
αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… … Dictionary of Greek
διηγητής — ο (Α διηγητής) [διηγούμαι] αυτός που διηγείται, αφηγητής … Dictionary of Greek